-
1 κάλλος
A beauty, esp. of body, Il.9.130, 20.235, etc.; ;κάλλεϊ καὶ Χάρισι στίλβων Od.6.237
;περί τ' ἀμφί τε κ. ἄητο h.Cer. 276
: in a concrete sense, as though external to the body,κάλλεϊ μέν οἱ πρῶτα προσώπατα καλὰ κάθηρεν ἀμβροσίῳ, οἵῳ Κυθέρεια Χρίεται Od.18.192
: freq. i<*> Trag. and Prose,γυναῖκε.. κάλλει ἀμώμω A.Pers. 185
;κ. σώματος Democr.105
; opp. αἶσχος, Pl.Smp. 201a: in a general sense,τῶν ἔργων τῷ μεγέθει καὶ τῷ κάλλει Χαλεπὸν ἐξισῶσαι τοὺς ἐπαίνους Isoc.12.36
;Χώρη κάλλεϊ καὶ ἀρετῇ μέγα ὑπερφέρουσα Hdt.8.144
, cf. Pl.Chrm. 157e, D.S.1.30; of ships, Th.[3.17];ἀρετὴ ἂν εἴη κ. ψυχῆς Pl.R. 444d
; τὸ τῶν μαθημάτων κ. Id.Grg. 475a; ἐς κάλλος with an eye to beauty, so as to set off her beauty, E.El. 1073; οὐ γὰρ ἐς κ. τύχας δαίμων δίδωσιν so as to regard beauty or show, Id.Tr. 1201; ὁ εἰς κ. βίος, opp. αἰσχρουργία, X. Ages.9.1;ἐς κ. ζῆν Id.Cyr.8.1.33
; but ἐς κ. κυνηγετεῖν hunt for pleasure, Arr.Cyn.25.9: in pl., σωμάτων κάλλη, opp. ψυχῶν ἀρετή, Pl. Criti. 112e.2 concrete, of persons,κ. κακῶν ὕπουλον S.OT 1396
; of a bird, Clitarch.21 J. codd.; mostly of women, a beauty,τὴν θυγατέρα, δεινόν τι κάλλος καὶ μέγεθος X.Cyr.5.2.7
;Γαλάτεια, κάλλος Ἐρώτων Philox.8
(nisi leg. θάλος); Ἑλένη καὶ Λήδα καὶ ὅλως τὰ ἀρχαῖα κάλλη Luc.DMort.18.1
, cf. Im.2.3 in pl., beautiful things, as garments and stuffs,ἐν ποικίλοις.. κάλλεσιν βαίνειν A.Ag. 923
; βάπτειν τὰ κ. Eup.333, cf. Pl.Phd. 110a, Poll.7.63, Hsch. s.v.;κυπαρίττων ὕψη καὶ κάλλη Pl.Lg. 625c
;μεγέθεσιν κάλλεσίν τε ἔργων Id.Criti. 115d
, etc.; τὰ κ. τῆς ἑρμηνείας beauties of style, Longin.5.1 (also in sg., τὸ κ. τῆς ἑρμ. D.H.Comp.3); κάλλεα κηροῦ beautiful works of wax, i.e. honeycombs, AP9.363.15 (Mel.); ; κ. οἰκοδομημάτων, = καλὰ οἰκοδομήματα, Plu.2.409a, cf. 935a, D.C.65.15. -
2 ἐξέχω
2 abs., stand out, be prominent, Hp.VC1;ἐξέχοντα ὦτα Corn.ND27
; ἐξέχοντα convexities, opp. κοῖλα, Pl.R. 602c; τὸ ἐξέχον in painting, Philostr.VA2.20:—[voice] Pass., τὰ ἐξεχόμενα projecting panels, LXX 3 Ki.7.16(29).b of the sun, shine out, appear,ἢν ἐξέχῃ ἕλη κατ' ὄρθρον Ar.V. 771
; ἔξεχ', ὦ φίλ' ἥλιε shine out, fair sun, Id.Fr. 389; πρὶν ἥλιον ἐ. before sunrise, Lexap. D.43.62.c metaph., to be prominent, distinguished,ἀρετῇ Ascl. Tact.7.2
;ὁ ἐξέχων ἀνήρ Demetr.Eloc. 146
;οἱ τῶν στρατιωτῶν ἐξέχοντες Hdn.2.7.7
; ἐξέχει ἐν ἑκάστῳ ἄλλο each has its own distinction, Plot.5.8.4.II to be attached to, depend on, cling to,τοῦ θείου Porph. Marc.11
:—but usu. [voice] Med.,τινός D.H.1.79
, POxy.1027.6 (i A.D.), D.Chr.45.5;σώματα ψυχῶν ἐξέχεται Dam.Pr.99
, cf. Procl.Inst. 100 (but prob. corrupt in sense give up, withdraw from, J.AJ3.12.3).
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek